- αμφιγνωμονικός
- -ή, -ό [ἀμφιγνώμων]ο ασταθής, αβέβαιος στη γνώμη του, διστακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφιγνώμων — ( ονος), ον αμφιταλαντευόμενος, αβέβαιος, ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γνωμών < γνώμων. ΠΑΡ. αμφιγνωμονικός] … Dictionary of Greek